- θαλασσόλουστος
- -η, -ο1. ο λουσμένος στη θάλασσα2. αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -λουστος (< λού(ζ)ω), πρβλ. ηλιό-λουστος, φωτό-λουστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Βλ. Γαβριηλίδη].
Dictionary of Greek. 2013.